- συμπλημμυρούσης
- συμπλημμῡρούσης , σύν-πλημμυρέωpres part act fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπλημμυρώ — έω, Α γεμίζω εντελώς με κάτι («τῆς χορηγίας... τῇ επιδόσει συμπλημμυρούσης», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλημμυρῶ (< πλημμυρίς «πλημμύρα»)] … Dictionary of Greek